- ρούμιξ
- ο, Νβλ. ρούμεξ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρούμεξ — και ρούμιξ, ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια πολυγονίδες τής τάξης πολυγονώδη, με 150 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν 18 αυτοφυή, κοινώς γνωστά ως λάπαθα, ξινήθρες, ξινολάπατα κ.ά.… … Dictionary of Greek